Σε αυτά τα τελευταία τέσσερα ματς, τα συγκεκριμένου βαθμού δυσκολίας ματς με τον Αστέρα Τρίπολης, με τον Ολυμπιακό και ενδιάμεσα (τα δύο) με τη Σταντάρ Λιέγης, σε 360 λεπτά δηλαδή, ο Παναθηναϊκός έχει βάλει δύο γκολ. Και τα δύο, ένα στην Αθήνα με τους Βέλγους και ένα στην Πελοπόννησο, με σκόρερ τον Λουκά Βύντρα.
Τον, μακράν, MVP της «πράσινης» χρονιάς. Πολυτιμότερος, όχι με γνώμονα τη λάμψη κάποιας λεπτεπίλεπτης ποιότητας που κάνει, σε στιγμές, διαφορά. Αλλά με κριτήρια τον πληθωρικό όγκο της προσφοράς, την ποσότητα. Τη σταθερότητα της απόδοσης, δίχως σκαμπανεβάσματα, στη ροή όλων αυτών των μηνών από τον Ιούλιο έως τον Μάρτιο. Την ποικιλία των λύσεων εδώ, εκεί, παραδίπλα, οπουδήποτε και σε οτιδήποτε.
Αλλά το θέμα μας, εδώ και τώρα, δεν είναι ο MVP του 2009-'10. Γιατί σκόραρε σε τούτη τη σειρά αγώνων, ο Παναθηναϊκός, με το σταγονόμετρο; Απλώς, επειδή δεν σκόραρε ο Τζιμπρίλ Σισέ, άλλον να βάζει δεν έχουμε, για την ακρίβεια ούτε που θέλαμε να έχουμε, οπότε... τελειώσαμε. Είναι το αριστούργημα ποδοσφαιρικού σχεδιασμού της σεζόν, αυτή η ολική συγκέντρωση του παιχνιδιού της ομάδας που καταλήγει στη μία και μοναδική επιθετική αναφορά. Και υπερεξαρτάται από αυτήν.
Πολύ καλό για τη στατιστική και τη φήμη του Γάλλου κούκου, και για τη φιλοδοξία του να ταξιδέψει το καλοκαίρι στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αλλά ο Παναθηναϊκός που πλήρωσε τον κούκο για αηδόνι, του έδωσε μέχρι και 100 χιλιάρικα δώρο επειδή έπαιξε 15 λεπτά σε ένα φιλικό της Γαλλίας με την Ισπανία, τι ακριβώς κέρδισε από όλο αυτό;
Διότι το ζήτημα δεν είναι πόσα γκολ βάζει ο Σισέ, ο Κατσουράνης, ο Λέτο, ο Σαλπιγγίδης. Το ζήτημα είναι πόσα γκολ βάζει ο Παναθηναϊκός, ενόσω τουλάχιστον, ακόμη, δεν έχει μετονομαστεί σε Σισαϊκό, Λεταϊκό, Κατσουρανιακό, Σαλπιγγιδαϊκό. Η απάντηση είναι ότι ο Παναθηναϊκός έχει βάλει, σε 27 αγωνιστικές, 48. Αντε να καταλήξει, δηλαδή, στα 51-52.
Πρακτικά, όσα μπαίνουν ετησίως με τον αυτόματο! Πέρυσι, δίχως τον Σισέ, ο Παναθηναϊκός έβαλε 51. Την περίοδο του τελευταίου τίτλου, το 2004, έβαλε 62. Φέτος, εάν δεν είχε κάνει την «αγορά του αιώνα», πάλι κάπου τόσα θα έβαζε. Πενήντα, συν. Δεν θα τα έβαζε ο Ενας; Θα έμπαιναν με ρεφενέ. Το ομαδικό ταμείο δεν αλλάζει. Και θα είχε περισσέψει το κονδύλι, για πίσω.
Κάποτε, σε στυγνές εποχές Παράγκας, ο Παναθηναϊκός (ναι, σε πρωτάθλημα 34 αγωνιστικών, και πάλι όμως) έκανε 92 γκολ και ο πρώτος σκόρερ της ομάδας, ο Νίκος Λυμπερόπουλος τότε, έγραψε 23. Σημαίνει, όχι τόσο δόξα για τον Λυμπερόπουλο, όσο ότι υπήρχαν «υπόλοιποι» που έβαλαν άλλα 69. Φέτος, ο Σισέ έχει 21. Αλλά η ομάδα μόνο 48. Δεν πολλαπλασίασε ούτε κατ' ελάχιστον, ύστερα από τέτοια δαπάνη, την επιθετική δυνατότητά της.
Σημαίνει ότι είναι έτσι στρεβλά (ακριβώς ένεκα της δαπάνης που ήταν πάση θυσία ανάγκη να δικαιολογηθεί) δομημένο το παιχνίδι, ώστε ο αντίπαλος δεν έχει να φυλαχτεί από κάπου αλλού. Και όταν θα συμβεί, συχνά, όχι σπάνια, ο Σισέ να βγει εκτός παιχνιδιού, τότε ούτε ο ίδιος ξέρει να κάνει κάτι για να βάλει μέσα τους συμπαίκτες του ούτε προπονητής αποτολμά, ποτέ, να «αγγίξει» την Ιερή Αγελάδα και να τον αντικαταστήσει!
Κατόπιν αυτών, όποτε ο Ανδρέας Βγενόπουλος θα επανέρχεται στην εξαγγελιολογία ότι ο Παναθηναϊκός «πρέπει να πάρει άλλους δύο Σισέ» για τις γραμμές πίσω από την επίθεση, ωφέλιμο είναι να ξέρει το κοινό που ακούει. Το «Σισέ» είναι αμάχητο, στα μάτια του φίλαθλου Βγενόπουλου, μέτρο ποιότητας; 'Η παράδειγμα υπερτιμημένης, άνευ αντικρίσματος, αγοράς που στα μάτια του οικονομικού παράγοντα του τόπου Βγενόπουλου θα ήταν... προς αποφυγήν;
Bookmarks